- μειλιχόδωρος
- μειλιχόδωροςgiving pleasing giftsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειλιχόδωρος — μειλιχόδωρος, ον (Α) αυτός που προσφέρει ευχάριστα, ευπρόσδεκτα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + δωρος (< δῶρον)] … Dictionary of Greek
μειλιχόδωρον — μειλιχόδωρος giving pleasing gifts masc/fem acc sg μειλιχόδωρος giving pleasing gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχοδώρου — μειλιχόδωρος giving pleasing gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek